- πέπεικ'
- πέπεικα , πείθωpersuadeperf ind act 1st sgπέπεικε , πείθωpersuadeperf imperat act 2nd sgπέπεικε , πείθωpersuadeperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.